Μετάβαση στο περιεχόμενο

foreground

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
foreground foregrounds

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

foreground (en)

  1. το προσκήνιο
  2. το πρώτο πλάνο