forethought
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/ˈfɔːθɔːt/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
forethought
- έχοντας στον νου
- σκεπτικότητα
- προνοητικότητα