forfaitairement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- forfaitairement < forfaitaire
Επίρρημα[επεξεργασία]
forfaitairement (fr)
- πληρώνοντας ένα σταθερό, συμβατικό ποσό
forfaitairement (fr)