forfaitisé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | forfaitisé | forfaitisés |
θηλυκό | forfaitisée | forfaitisées |
Επίθετο[επεξεργασία]
forfaitisé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | forfaitisé | forfaitisés |
θηλυκό | forfaitisée | forfaitisées |
forfaitisé (fr)