forgiving
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | forgiving |
συγκριτικός | more forgiving |
υπερθετικός | most forgiving |
forgiving (en)
- ανεξίκακος, συγχωρητικός
- ↪ He has a forgiving character.
- Έχει ανεξίκακο χαρακτήρα.
- ↪ He has a forgiving character.
- (πληροφορική) λογισμικό φιλικό στη χρήση του (user-friendly), έτσι ώστε να μην γίνονται εύκολα σοβαρά λάθη από έναν άπειρο χρήστη
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
forgiving (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- forgiving - Oxford Learner's Dictionaries forgiving