formalité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
formalité formalités

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

formalité (fr) θηλυκό

  1. η διατύπωση
  2. η τυπικότητα, τυπική διαδικασία (συνήθως γραπτή)