Μετάβαση στο περιεχόμενο

formality

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
formality formalities

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

formality (en)

  • ο τύπος, η τυπικότητα
    παράδειγμα  legal formalities - νομικοί τύποι
    παράδειγμα  It is a mere formality.
    Είναι καθαρός τύπος.
    παράδειγμα  I’m tired of all of these formalities.
    Βαρέθηκα όλες αυτές τις τυπικότητες.