fortikaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- fortikaĵo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fortikaĵo | fortikaĵoj |
αιτιατική | fortikaĵon | fortikaĵojn |
fortikaĵo (eo)
- το οχυρό