fosco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
fosco (it)
- ο σκουρόχρωμος
- (μετεωρολογία) ο ομιχλώδης
- (μεταφορικά) ο σκυθρωπός
Πηγές[επεξεργασία]
- fosco - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).