fossilisation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- fossilisation < fossiliser
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fo.si.li.za.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fossilisation | fossilisations |
fossilisation (fr) θηλυκό