Μετάβαση στο περιεχόμενο

foundling

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

foundling (en)

  • το έκθετο βρέφος, αυτό που οι γονείς του το εγκαταλείπουν σε κάποιο ασφαλές μέρος