foutoir

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
foutoir < foutre

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fu.twaʁ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
foutoir foutoirs

foutoir (fr) αρσενικό

  1. μπορντέλο
  2. αχούρι

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]