foutu
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- foutu < foutre
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | foutu | foutus |
θηλυκό | foutue | foutues |
- κακός (ακολουθείται από ένα ουσιαστικό)
- σχηματισμένος, φτιαγμένος (ακολουθεί το «καλο-» ή «κακο-»)
- χαμένος, καταδικασμένος, μακαρίτης
- ικανός να
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- mal foutu (για πρόσωπα) - κουρασμένος