fréquent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fréquent | fréquents |
θηλυκό | fréquente | fréquentes |
fréquent (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fréquent | fréquents |
θηλυκό | fréquente | fréquentes |
fréquent (fr)