Μετάβαση στο περιεχόμενο

frérot

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
frérot < frère

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
frérot frérots

frérot (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη  frère