Μετάβαση στο περιεχόμενο

frêne

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
frêne frênes

frêne (fr) αρσενικό