früherer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

früherer (de)

mein Nachbar ist ein früherer Sänger - ο γείτονάς μου ήταν άλλοτε' τραγουδιστής