fraŭl-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- fraŭl- < γερμανική Fräulein
Ρίζα[επεξεργασία]
fraŭl- (eo)
- ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: ανύπαντρος
fraŭl- (eo)