fraŭlo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- fraŭlo < γερμανικά Fräulein + -o
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fraŭlo | fraŭloj |
αιτιατική | fraŭlon | fraŭlojn |
fraŭlo (eo)