fracture
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]/ˈfraktʃə/, /ˈfɹæk.tʃɘ/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fracture (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fracture | fractures |
fracture (fr) θηλυκό