Μετάβαση στο περιεχόμενο

fragilité

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
fragilité fragilités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fragilité (fr) θηλυκό

  1. η ευθραυστότητα, το εύθραυστο
  2. η αδυναμία

Αντώνυμα

[επεξεργασία]