Μετάβαση στο περιεχόμενο

frail

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός frail
συγκριτικός frailer
υπερθετικός frailest

Επίθετο

[επεξεργασία]

frail (en)

  • εύθραυστος, ειδικά για ηλικιωμένο που είναι σωματικά αδύναμος και αδύνατος
    παράδειγμα  frail health - εύθραυστη υγεία
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη fragile