franboler

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Βενετικά (vec)[επεξεργασία]

σμέουρο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

franboler (vec)

  1. (φυτό) το φυτό σμέουρο
  2. (φρούτο) ο καρπός σμέουρο