franco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
franco (fr)
- χωρίς πρόσθετα έξοδα
- (οικείο) στα ίσια, κατευθείαν, χωρίς ψεύτικες δικαιολογίες
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | franco | francoj |
αιτιατική | francon | francojn |
franco (eo)
- ο Γάλλος
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- franco < λατινική Franci, από το γερμανικό όνομα του λαού Franchi που κυριολεκτικά σημαίνει ο γενναίος.
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
αρσενικό | franco | franchi |
θηλυκό | franca | franche |
franco (it)
- ειλικρινής , έντιμος, άνετος
- απαλλαγή από φόρους και δασμούς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
αρσενικό | franco | franchi |
θηλυκό | franca | franche |
franco (it)