Μετάβαση στο περιεχόμενο

frange

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
frange franges

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

frange (fr) θηλυκό

  1. το κρόσσι, η φράντζα
  2. η παρυφή