frapo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

frapo < frap + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική frapo frapoj
αιτιατική frapon frapojn

frapo (eo)

la frapo estis forta - το χτύπημα ήταν δυνατό