Μετάβαση στο περιεχόμενο

fraternisation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
fraternisation fraternisations

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fraternisation < (λόγιο δάνειο) γαλλική fraternisation. Μορφολογικά αναλύεται σε fraternis(e) + -ation

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fraternisation (fr) θηλυκό



      ενικός         πληθυντικός  
fraternisation fraternisations

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fraternisation < fraternis(er) + -ation

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fraternisation (fr) θηλυκό