fraudster
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fraudster | fraudsters |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fraudster (en)
- ο απατεώνας, η απατεώνισσα
They called him a fraudster.
- Τον έβγαλαν απατεώνα.