free market
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| free market | free markets |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]free market (en)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
free market στην αγγλική Βικιπαίδεια
