freestyle
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
freestyle | freestyles |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]freestyle (en)
- το ελεύθερο (στυλ κολύμβησης)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
freestyle στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενικός | πληθυντικός |
freestyle | freestyles |
freestyle (en)