freeze over
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | freeze over |
γ΄ ενικό ενεστώτα | freezes over |
αόριστος | froze over |
παθητική μετοχή | frozen over |
ενεργητική μετοχή | freezing over |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]freeze over (en)
- παγώνω, σκεπάζομαι με πάγο
- ↪ The road had frozen over.
- Ο δρόμος είχε παγώσει.
- ↪ The road had frozen over.