fremda
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fremda | fremdaj |
αιτιατική | fremdan | fremdajn |
fremda (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fremda | fremdaj |
αιτιατική | fremdan | fremdajn |
fremda (eo)