french

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: French

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

french (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

french (fr) αρσενικό

  • (Κεμπέκ) φιλί με την γλώσσα