frenzied
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | frenzied |
συγκριτικός | more frenzied |
υπερθετικός | most frenzied |
Επίθετο
[επεξεργασία]frenzied (en)
- ξέφρενος, που συνεπάγεται πολλή δραστηριότητα και έντονα συναισθήματα με τρόπο που είναι συχνά βίαιος ή τρομακτικός και όχι υπό έλεγχο
- ⮡ He finished first after a frenzied race.
- Τερμάτισε πρώτος ύστερα από μια ξέφρενη κούρσα.
- ⮡ He finished first after a frenzied race.