fresco

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
fresco frescoes

Ετυμολογία [επεξεργασία]

fresco < (άμεσο δάνειο) ιταλική fresco < λατινική friscus

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

fresco (en)

Πηγές[επεξεργασία]



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
αρσενικό fresco freschi
θηλυκό fresca fresche

fresco (it)