from now on
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fɹɒm naʊ̯ ɒn/
Επίρρημα[επεξεργασία]
from now on (en)
- πλέον, τώρα πια, από δω και μπρος/πέρα
- ↪ From now on, I can see them daily.
- Mπορώ πλέον να τους βλέπω καθημερινά.
- ↪ From now on,/From here on (out), you will be continuing by yourselves.
- Από δω και πέρα θα συνεχίσετε μόνοι σας.
- ↪ From now on, I can see them daily.