fronde

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Fronde

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fʁɔ̃d/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
fronde frondes

fronde (fr) θηλυκό

  1. η σφεντόνα
  2. αντίθεση ή κριτική
  3. (ιστορία της Γαλλίας) → δείτε τη λέξη Fronde (Σφενδόνη)