front

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

front < μέση αγγλική frunt < παλαιά γαλλική frunt < λατινική frontem

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός front
συγκριτικός further front
υπερθετικός furthest front

front (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
front fronts

front (en)

  1. (μετρήσιμο, συνήθως στον ενικό, συνήθως the front) η πρόσοψη, το μπροστινό μέρος, μπροστά, η πλευρά του κάτι που βλέπει μπροστά
    the front of a building - η πρόσοψη ενός κτηρίου/το μπροστινό μέρος ενός κτηρίου
    The shirts which are completely black in the front.
    Τα πουκάμισα που είναι τελείως μαύρα στο µπροστινό µέρος.
    From the front you can the sea and from the back the mountains.
    Aπό μπροστά βλέπεις τη θάλασσα κι από πίσω τα βουνά.
  2. (μόνο στον ενικό, the front) τα εμπρός, μπροστά, η θέση που βρίσκεται ακριβώς μπροστά κάποιου ή κάτι, το μέρος του κάτι που βρίσκεται στη πιο μπροστινή θέση
    He headed towards the front.
    Κατευθύνθηκε προς τα εμπρός.
    Turn/march towards the front.
    Στροφή/πορεία προς τα εμπρός.
    Everyone came to the front.
    Όλοι ήρθαν μπροστά.
    He always sits at the front.
    Kάθεται πάντα μπροστά μπροστά.
  3. (μετρήσιμο) η πρόσοψη, η πλευρά ενός μεγάλου κτιρίου, ιδιαίτερα μιας εκκλησίας, που βλέπει δυτικά, βόρεια κτλ.
    the east/west front of the palace - η ανατολική/δυτική πρόσοψη του παλατιού
  4. (μετρήσιμο, συνήθως στον ενικό, στρατιωτικός όρος) το μέτωπο, ο τόπος στρατιωτικών συγκρούσεων
    battlefront - μέτωπο μάχης
    They fight on two fronts.
    Πολεμούν σε δυο μέτωπα.
    all quiet on the western front - ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο
  5. (μετρήσιμο, μετεωρολογία) το μέτωπο, η γραμμή όπου μια μάζα ψυχρού αέρα συναντά μια μάζα θερμού αέρα
    storm front - μέτωπο κακοκαιρίας
    a cold/warm front - ένα ψυχρό/θερμό μέτωπο
  6. η εμπρόσθια όψη

Σύνθετα[επεξεργασία]

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

front < λατινική frons

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
front fronts

front (fr) αρσενικό

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /frɔ̃nt/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

front (pl) αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος), (μετεωρολογία) το μέτωπο
  2. η όψη, το μπροστινό μέρος