Μετάβαση στο περιεχόμενο

frost

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
frost frosts

frost (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο παγετός, η παγωνιά, πολύ δυνατό ψύχος, πτώση της θερμοκρασίας κάτω από το μηδέν που επιφέρει πάγωμα των νερών
      This year’s production is low due to the frost.
    Η φετινή παραγωγή είναι χαμηλή εξαιτίας των παγετών.
      The frost killed all our lemon trees.
    Η παγωνιά έκαψε όλες τις λεμονιές μας.
  2. ο παγετός, η πάχνη, ο δροσόπαγος, το λεπτό λευκό στρώμα πάγου που σχηματίζεται όταν η θερμοκρασία πέσει κάτω από τους 0° Κελσίου
      Drivers should be especially careful, as frost may occur in the morning hours.
    Οι οδηγοί να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί, γιατί τις πρωινές ώρες ενδέχεται να σημειωθεί παγετός.
      Frost settled on the leaves and the grass.
    Έπεσε πάχνη πάνω στα φύλλα και στα χόρτα.
      The field was covered in frost at dawn.
    Ο αγρός είχε καλυφθεί από δροσόπαγο το ξημέρωμα.
      The windshield covered over with frost at night.
    Το παρμπρίζ σκεπάστηκε με πάγο τη νύχτα.
ενεστώτας frost
γ΄ ενικό ενεστώτα frosts
αόριστος frosted
παθητική μετοχή frosted
ενεργητική μετοχή frosting

frost (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) σκεπάζω κάτι με πάγο/πάχνη· σκεπάζομαι με πάγο
      The windshield frosted up/over at night.
    Το παρμπρίζ σκεπάστηκε με πάγο τη νύχτα.
     συνώνυμα:  ice over και ice up
  2. (μεταβατικό) γλασάρω ένα γλυκό
      I’m frosting the cake.
    Γλασάρω το κέικ.
     συνώνυμα: ice

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]