frost
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
frost | frosts |
frost (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο παγετός, η παγωνιά, πολύ δυνατό ψύχος, πτώση της θερμοκρασίας κάτω από το μηδέν που επιφέρει πάγωμα των νερών
- ⮡ This year’s production is low due to the frost.
- Η φετινή παραγωγή είναι χαμηλή εξαιτίας των παγετών.
- ⮡ The frost killed all our lemon trees.
- Η παγωνιά έκαψε όλες τις λεμονιές μας.
- ⮡ This year’s production is low due to the frost.
- ο παγετός, η πάχνη, ο δροσόπαγος, το λεπτό λευκό στρώμα πάγου που σχηματίζεται όταν η θερμοκρασία πέσει κάτω από τους 0° Κελσίου
- ⮡ Drivers should be especially careful, as frost may occur in the morning hours.
- Οι οδηγοί να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί, γιατί τις πρωινές ώρες ενδέχεται να σημειωθεί παγετός.
- ⮡ Frost settled on the leaves and the grass.
- Έπεσε πάχνη πάνω στα φύλλα και στα χόρτα.
- ⮡ The field was covered in frost at dawn.
- Ο αγρός είχε καλυφθεί από δροσόπαγο το ξημέρωμα.
- ⮡ The windshield covered over with frost at night.
- Το παρμπρίζ σκεπάστηκε με πάγο τη νύχτα.
- ⮡ Drivers should be especially careful, as frost may occur in the morning hours.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | frost |
γ΄ ενικό ενεστώτα | frosts |
αόριστος | frosted |
παθητική μετοχή | frosted |
ενεργητική μετοχή | frosting |
frost (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σκεπάζω κάτι με πάγο/πάχνη· σκεπάζομαι με πάγο
- (μεταβατικό) γλασάρω ένα γλυκό