frotpurigilo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | frotpurigilo | frotpurigiloj |
αιτιατική | frotpurigilon | frotpurigilojn |
frotpurigilo (eo)
- το λειαντικό