fruiticulteur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- fruiticulteur < fruit + -culteur, ακολουθώντας το παράδειγμα του agriculteur
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fruiticulteur | fruiticulteurs |
θηλυκό | fruiticultrice | fruiticultrices |
fruiticulteur (fr)
- ο φρουτοπαραγωγός, γεωργός που καλλιεργεί οπωρικά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη fruit