fruktarbo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fruktarbo | fruktarboj |
αιτιατική | fruktarbon | fruktarbojn |
fruktarbo (eo)
- το οπωροφόρο δέντρο