fuchsia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

fuchsia (en)

  1. (φυτό) η φούξια
  2. το φούξια (το χρώμα)

Επίθετο[επεξεργασία]

fuchsia (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fy.ʃja/ & /fy.ksja/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

fuchsia (fr) αρσενικό

  1. (φυτό) η φούξια
  2. το φούξια (το χρώμα)

Επίθετο[επεξεργασία]

fuchsia (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο