fuchsia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fuchsia (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
fuchsia (en)
- που έχει χρώμα φούξια
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fy.ʃja ή fy.ksja/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fuchsia (fr) αρσενικό
Επίθετο[επεξεργασία]
fuchsia (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- που έχει χρώμα φούξια