fuck off
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
ενεστώτας | fuck off |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | fucks off |
αόριστος | fucked off |
παθητική μετοχή | fucked off |
ενεργητική μετοχή | fucking off |
Συνήθως στην προστακτική ενεστώτα. |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
fuck off (en)
- (χυδαίο), (υβριστικό) γαμιέμαι (στην προστακτική: άι γαμήσου, άντε πνίξου)