Μετάβαση στο περιεχόμενο

fuck off

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας fuck off
γ΄ ενικό ενεστώτα fucks off
αόριστος fucked off
παθητική μετοχή fucked off
ενεργητική μετοχή fucking off
Συνήθως στην προστακτική ενεστώτα.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
 δείτε τις λέξεις fuck και off

fuck off (en)