fucking
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
fucking (en)
- (χυδαίο) γαμημένος
- You fucking kids get off of my lawn! : σκατόπαιδα! φύγετε από το γκαζόν μου!
- (χυδαίο) χρησιμοποιείται (χωρίς πάντα αρνητική σημασία) για έμφαση
- This is a big fucking deal!: αυτό είναι και γαμώ τις συμφωνίες! (ο Τζο Μπάιντεν μιλώντας στον Μπαράκ Ομπάμα για την μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας, 23 Μαρτίου 2010)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
fucking (en)
- (χυδαίο) για έμφαση σε αυτό που δηλώνει ο ομιλητής
- I fucking hate this place. Whose bright idea was it to come here, anyways? : Μισώ αυτό το γαμημένο μέρος. Ποιανού ήταν η φαεινή ιδέα να έρθουμε εδώ;
- You have to go see this movie, it's fucking awesome! : Πράπει να πας να δεις αυτήν την ταινία: είναι καταπληκτική η γαμημένη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fucking (en)
- (χυδαίο) το γαμήσι (η σεξουαλική πράξη)
- cute blonde gets a good fucking from behind → λείπει η μετάφραση
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
fucking (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του fuck