fugitive

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

fugitive (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

fugitive (en)

  1. που διαφεύγει τη σύλληψη
  2. φευγαλέος
  3. που αναφέρεται σε ένα θέμα το οποίο δεν ενδιαφέρει πια