Μετάβαση στο περιεχόμενο

fulfilled

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fʊlˈfɪld/ & /fəˈfɪld/
 

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

fulfilled (en)

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός fulfilled
συγκριτικός more fulfilled
υπερθετικός most fulfilled

fulfilled (en)

  1. ικανοποιημένος
  2. εκπληρωμένος