full-fledged
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
full-fledged (en)
- άλλη μορφή του fully fledged
- ↪ Now he is a full-fledged lawyer.
- Τώρα πια είναι κανονικός δικηγόρος.
- ↪ Now he is a full-fledged lawyer.