full stop
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
full stop (en)
- (γραμματική) (κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο) η τελεία, σημείο στίξης που επισημαίνει το τέλος μιάς πρότασης