fundamentally

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός fundamentally
συγκριτικός more fundamentally
υπερθετικός most fundamentally

Ετυμολογία [επεξεργασία]

fundamentally < fundamental + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

fundamentally (en)

  • στοιχειωδώς, στην ουσία, κατ' ουσίαν
    A fundamentally responsible party would explain where it believes that it made an error.
    Ένα στοιχειωδώς υπεύθυνο κόμμα θα εξηγούσε πού πιστεύει ότι έκανε λάθος.
    Fundamentally, I agree with you that…
    Στην ουσία συμφωνώ μαζί σου ότι…

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 637. ISBN 9780194325684. , λήμμα: ουσία