fundamentally
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | fundamentally |
συγκριτικός | more fundamentally |
υπερθετικός | most fundamentally |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- fundamentally < fundamental + -ly
Επίρρημα
[επεξεργασία]fundamentally (en)
- στοιχειωδώς, με κάθε τρόπο που είναι σημαντικός· εντελώς
- ↪ A fundamentally responsible party would explain where it believes that it made an error.
- Ένα στοιχειωδώς υπεύθυνο κόμμα θα εξηγούσε πού πιστεύει ότι έκανε λάθος.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
- ↪ A fundamentally responsible party would explain where it believes that it made an error.
- στην ουσία, κατ' ουσίαν, χρησιμοποιείται όταν εισάγω ένα θέμα και αναφέρω κάτι σημαντικό σχετικά με αυτό
- ↪ Fundamentally, I agree with you that…
- Στην ουσία συμφωνώ μαζί σου ότι…
- ≈ συνώνυμα: basically, by definition, effectively, essentially, in effect και in essence
- ↪ Fundamentally, I agree with you that…
Πηγές
[επεξεργασία]- fundamentally - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 637. ISBN 9780194325684., λήμμα: ουσία